- επιρρέπεια
- η наклонность, склонность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιρρέπεια — ἐπιρρέπεια, ἡ (Α) [επιρρεπής] ροπή, τάση, έμφυτη διάθεση για κάτι … Dictionary of Greek